- πολύχαρις
- -άριτος, ὁ, ἡ, Απολύ ευγνώμονας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -χαρις (< χάρις, -ιτος «χάρη, ευγνωμοσύνη»), πρβλ. ά-χαρις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυχαρίδας — και πολυχαρείδας, ὁ, Α (μόνο στην κλητ.) ὦ πολυχαρίδα ή ὦ πολυχαρείδα (λακων. τ. δηλωτικός στοργής) φίλτατε, αγαπητέ («ὦ πολυχαρίδα, λαβὲ τὰ φυσατήρια», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολύχαρις + κατάλ. ίδας. Η γρφ. με ει για μετρ. λόγους] … Dictionary of Greek